σιαλογόνοι αδένες

σιαλογόνοι αδένες
Όργανα προσκείμενα στη στοματική κοιλότητα, που εκκρίνουν ένα ειδικό υγρό, το σάλιο, βασικές λειτουργίες του οποίου είναι η ύγρανση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας και η πρώτη φάση της πέψης των τροφών, και ειδικότερα των υδατανθράκων δι’ ενός ενζύμου που περιέχεται σ’ αυτό, της πτυαλίνης. Εκτός των μικρών σιαλογόνων αδένων, που βρίσκονται μέσα στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας, τρεις σε κάθε πλευρά, μεγάλοι αδένες παράγουν κυρίως το σάλιο: η παρωτίδα, ο υπογνάθιος και ο υπογλώσσιος, ονομασίες που οφείλονται στη θέση που καταλαμβάνουν γύρω από τη στοματική κοιλότητα με την οποία επικοινωνούν δι’ εκφορητικών πόρων, συχνά μεγάλου μήκους. Οι σ. α. διακρίνονται, ανάλογα με τον τύπο του επιθήλιου που τους αποτελεί και τον τύπο του σάλιου που εκκρίνουν, σε τρεις ομάδες: oρογόνους, βλεννογόνους, μεικτούς. Τυπικός oρογόνος αδένας είναι η παρωτίδα, που εκκρίνει ένα υγρό διαυγές, στερούμενο βλέννας και πλούσιο σε πτυαλίνη. Στον άνθρωπο, βλεννογόνοι είναι πολλοί μικροί αδένες της περιοχής της υπερώας και του γενίου. Τέλος, μεικτοί είναι, δηλαδή έχουν τις φυσικές και λειτουργικές ιδιότητες των δύο προηγούμενων τύπων, ο υπογνάθιος και ο υπογλώσσιος. Το σύνολο του εκκρίματος όλων αυτών των αδένων, όπως αναφέρθηκε, ονομάζεται ολικό ή μεικτό σάλιο· ο άνθρωπος παράγει 600-1500 γραμ. σάλιου το 24ωρο· κατά τη διάρκεια του ύπνου η έκκριση του σάλιου σταματάει· ειδικά ερεθίσματα, που ρυθμίζονται από αντανακλαστικούς νευρικούς μηχανισμούς, μπορεί να προκαλέσουν ταχεία και συχνά σημαντική αύξηση της παραγωγής του. Σημαντικές λειτουργίες του πολύτιμου αυτού εκκρίματος, εκτός απ’ αυτές που αναφέρθηκαν, είναι η διευκόλυνση της μάσησης, του σχηματισμού του βλωμού, της πέψης, της ομιλίας και της προστασίας επίσης των δοντιών, πιθανώς λόγω μηχανικού καθαρισμού τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σιαλογόνος — α, ο αυτός που παράγει σάλιο: Οι σιαλογόνοι αδένες βρίσκονται στη στοματική κοιλότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”